- ρυωδης
- ῥυώδηςῥῠ-ώδης2текучий
πολὺς καὴ ῥ. Plat. — обильно текущий
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πολὺς καὴ ῥ. Plat. — обильно текущий
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ρυώδης — ῶδες, Α 1. ρευστός 2. αυτός που ρέει ελεύθερα και με ορμή («σπέρμα πολὺ καὶ ῥυῶδες», Πλάτ.) 3. (για πυρετό) συνεχής και συχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF τού ῥέω* + κατάλ. ώδης (πρβλ. μυ ώδης)] … Dictionary of Greek
ῥυώδη — ῥυώδης running neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ῥυώδης running masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ῥυώδης running masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυώδεις — ῥυώδης running masc/fem acc pl ῥυώδης running masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυώδεες — ῥυώδης running masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)